Τι είναι η ενδομητρίωση
Ενδομητρίωση ονομάζεται η παρουσία ενδομητρικού ιστού εκτός της κοιλότητας της μήτρας. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε θέση μέσα στην κοιλιακή χώρα με πιο συχνή εντόπιση στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες, στην περιτοναϊκή κοιλότητα, στο οπίσθιο δουγλάσσειο, στον κόλπο, στην ουροδόχο κύστη, στον τράχηλο της μήτρας, στο έντερο και αλλού. Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν βρεθεί εστίες στους πνεύμονες, στο διάφραγμα μέχρι και στον εγκέφαλο.
Γενικές πληροφορίες για την ενδομητρίωση
- Ανευρίσκεται στο 7-10% του γενικού πληθυσμού με επίπτωση 38% σε υπογόνιμες γυναίκες και 71 – 87% σε γυναίκες με χρόνιο πυελικό άλγος.
- Αποτελεί μία χρόνια πάθηση που εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου.
- Αφορά σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Προδιαθεσικοί παράγοντες
- Συγγενείς πρώτου βαθμού με ενδομητρίωση (μητέρα-αδελφή).
- Παρουσία τεκνοποίησης ή όχι.
- Διάρκεια έμμηνου ρύσης άνω των 7 ημερών ή συχνότητα εμμηνορυσιακών κύκλων κάτω των 26 ημερών.
- Πρώιμη έναρξη έμμηνου ρύσης.
- Συγγενείς ανωμαλίες έσω γεννητικών οργάνων (δίκερη, δίδελφη μήτρα κ.α).
Κλινική εικόνα
Ποσοστό 40-50% των γυναικών με ενδομητρίωση δεν εμφανίζουν συμπτώματα.
Συχνότερα συμπτώματα:
- Δυσμηνόρροια (πόνος κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρύσης).
- Δυσπαρεύνια (πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή).
- Υπογονιμότητα
- Ακανόνιστη αιμορραγία της μήτρας
- Άλγος στην ωοθυλακιορρηξία
- Κυκλικά ή περιεμμηνοπαυσιακά συμπτώματα, όπως από το έντερο ή την κύστη
- Χρόνιο πυελικό άλγος
Ο πόνος συχνά εξαρτάται απο την εντόπιση της ενδομητρίωσης. Για παράδειγμα, εάν η ενδομητρίωση εντοπίζεται στο παχύ έντερο (στο ορθό), μπορεί να εμφανιστεί πόνος κατά την αφόδευση, ιδίως κατά την έμμηνο ρύση. Αντιστοίχως εάν εντοπίζεται στην ουροδόχο κύστη, μπορεί να εμφανιστεί πόνος κατά την ούρηση (δυσουρία).
Διάγνωση
- Ιστορικό: Ο πόνος κατά την διάρκεια της έμμηνου ρύσης και της σεξουαλικής επαφής συμβάλλει στην έγκαιρη και πρώιμη διάγνωση.
- Κλινική εξέταση: Στη διάρκεια της γυναικολογικής εξέτασης, η οποία επί υποψίας ενδομητρίωσης πρέπει να γίνεται κατά προτίμηση στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, μπορεί να ανευρεθούν:
- Πυελική ευαισθησία
- Καθηλωμένη σε οπίσθια θέση μήτρα
- Ευαισθησία των ιερομητρικών συνδέσμων
- Ψηλαφητά εξαρτήματα
- Κολπικό υπερηχογράφημα: ανίχνευση κύστης ενδομητρίωσης (στις ωοθήκες).
- Ca 125: συχνά ανευρίσκονται αυξημένα επίπεδα. Ωστόσο, συγκρινόμενη με τη λαπαροσκόπηση, η μέτρηση των επιπέδων του στον ορό δεν έχει διαγνωστική αξία. Φαίνεται ότι η ευαισθησία του δείκτη στη διάγνωση ενδομητρίωσης ανεξαρτήτως σταδίου είναι μόλις 28%, με ειδικότητα 90%, ενώ στη διάγνωση μέτριας ή σοβαρής ενδομητρίωσης, η ευαισθησία φτάνει το 89%, με ειδικότητα 47%.
- Μαγνητική τομογραφία: ανιχνεύει εστίες ενδομητρίωσης, σε περιοχές μη ορατές με το απλό υπερηχογράφημα, όπως είναι η κυστεομητρική πτυχή.
Για την τελική διάγνωση απαιτείται λαπαροσκοπική αφαίρεση της εστίας και ιστολογική εξέταση.
Θεραπεία της ενδομητρίωσης
Υπάρχουν τρεις θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης:
- Φαρμακευτική αγωγή: Δε θεραπεύει την αιτία, αλλά τα συμπτώματα.
- Αντισυλληπτικά δισκία: Συμβάλλουν στην πρόληψη των υποτροπών και μειώνουν την ένταση των συμπτωμάτων, χωρίς όμως να θεραπεύουν την ενδομητρίωση. Η συνεχής χορήγηση αντισυλληπτικών δισκίων μιμείται ορμονικά την κύηση και προκαλεί ατροφία (όχι εξαφάνιση) των εστιών.
- Gn-RΗ: Η ασθενής ‘’καταστέλλεται’’ ορμονικά για 3-6 μήνες (τεχνητή εμμηνόπαυση) ώστε να εξαλειφθεί το ορμονικό ερέθισμα από το οποίο εξαρτάται η ενδομητρίωση. Όμως με την διακοπή της θεραπείας αναζωπυρώνονται εκ νέου οι εστίες της νόσου. Δε συνιστάται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει οστεοπόρωση και ατροφία των γεννητικών οργάνων.
- Προγεστερόνη (Progesterone): Στις γυναίκες που δεν επιθυμούν να τεκνοποιήσουν άμεσα μετά τη χειρουργική επέμβαση μπορούν να χορηγηθούν αντισυλληπτικά δισκία προγεστερόνης για την πρόληψη των υποτροπών της ενδομητρίωσης.
- Μη στερορειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (παυσίπονα): Θα πρέπει να λαμβάνονται συστηματικά 2 ημέρες πριν την αναμενόμενη έμμηνο ρύση και καθ΄όλη τη διάρκειά της.
- Χειρουργική αντιμετώπιση: Η λαπαροσκόπηση αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τη διάγνωση και θεραπεία της ενδομητρίωσης. Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, μπορεί να αξιολογηθεί η έκταση των εστιών και το βάθος της ενδομητρίωσης και να κατατάξει την περίπτωση σας σε μια κατηγορία. Αυτή η κατάταξη καθορίζει αν η ενδομητρίωση σας θεωρείται:Στάδιο1 : Ελάχιστη
Στάδιο 2: Ήπια
Στάδιο 3: Μέτρια
Στάδιο 4: ΣοβαρήΜε τη λαπαροσκόπηση επιτυγχάνεται συχνά η πλήρης εξαίρεση των εστιών της ενδομητρίωσης. Η επέμβαση πραγματοποιείται από ειδικό, εκπαιδευμένο στη λαπαροσκοπική χειρουργική, γυναικολόγο, καθώς είναι μείζονος σημασίας η πλήρης αποκατάσταση και διατήρηση της γονιμότητας της γυναίκας.
Όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι γυναικές με ελάχιστη έως και ήπια ενδομητρίωση έχουν διπλάσιες πιθανότητες να συλλάβουν φυσιολογικά και να διατηρήσουν την εγκυμοσύνη τους, αμέσως μετά τη λαπαροσκοπική αντιμετώπιση της πάθησης. - Συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και χειρουργικής αντιμετώπισης: Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η πλήρης εξαίρεση των εστιών της ενδομητρίωσης, τότε πρέπει να χορηγηθεί συμπληρωματική ορμονική θεραπεία.
Υποτροπή ενδομητρίωσης
Η πιθανότητα υποτροπής της νόσου είναι υπαρκτή, ακόμη και μετά τη χειρουργική εξαίρεση των εστιών. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο, οι γυναίκες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν θα πρέπει άμεσα μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους.
Μια γυναίκα πρέπει να επισκέπτεται τον γυναικολόγο της όταν εμφανίζει:
- Έντονο άλγος κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρύσης.
- Πόνο που επιδεινώνεται σταδιακά.
- Πόνο που εμφανίζεται κατά τη σεξουαλική επαφή και επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου.
- Συνεχείς ενοχλήσεις – πόνο στην κοιλιακή χώρα, που αυξάνονται σε ένταση κατά την έμμηνο ρύση.
- Αποτυχημένες προσπάθειες τεκνοποίησης.
Ο ακρογωνιαίος λίθος στην αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης ειναι η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της από εξειδικευμένο χειρουργό γυναικολόγο. ΚΑΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ δεν πρέπει να υποφέρει από πόνο κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρύσης, που υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής της και μειώνει τη γονιμότητά της.